.αστ'

.αστ'
ἀστά̱ , ἀστή
fem nom/voc/acc dual
ἀστά̱ , ἀστή
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀσταί , ἀστή
fem nom/voc pl
ἀστέ , ἀστός
townsman
masc voc sg
ἐστι , εἰμί
sum
pres ind act 3rd sg
ἐστε , εἰμί
sum
pres ind act 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βαν ντερ Άστ, Μπαλτάζαρ — (Balthasar Van der Ast, 1593 1657). Ολλανδός ζωγράφος. Ασχολήθηκε κυρίως με νεκρές φύσεις. Έργα του βρίσκονται στις πινακοθήκες του Άμστερνταμ, της Χάγης και του Ρότερνταμ …   Dictionary of Greek

  • Alpha Sigma Tau — Infobox Fraternity letters= ΑΣΤ name= Alpha Sigma Tau crest= founded= Birth date and age|1899|11|04 birthplace= Michigan State Normal College, (Ypsilanti, Michigan) type= Social emphasis= scope= National mission= vision= motto= Active, Self… …   Wikipedia

  • αστικός — ή, ό (AM ἀστικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη αρχ. 1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης 2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος 3. ως ουσ. ο αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστ υ… …   Dictionary of Greek

  • Christian Brothers University — Coordinates: 35°07′39″N 89°58′56″W / 35.127376°N 89.982297°W / 35.127376; 89.982297 …   Wikipedia

  • List of social fraternities and sororities — Social or general fraternities and sororities, in the North American fraternity system, are those that do not promote a particular profession (as professional fraternities are) or discipline (such as service fraternities and sororities). Instead …   Wikipedia

  • New York University — Coordinates: 40°43′48″N 73°59′42″W / 40.73°N 73.995°W / 40.73; 73.995 …   Wikipedia

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • δέσμευση — (Νομ.).Όρος που αναφέρεται στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε δικαιοπραξία για τα συμβαλλόμενα πρόσωπα. Ο χρόνος έναρξης και τερματισμού κάθε δ. έχει πολύ μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και καθορίζεται με ακρίβεια στις σχετικές διατάξεις ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”